εσχαρέας

εσχαρέας
[-εύς (-εως)] ο мор. κοκ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εσχαρέας" в других словарях:

  • εσχαρέας — ο (Α ἐσχαρεύς) [εσχάρα] νεοελλ. ναύτης ή υπαξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού που εκτελεί χρέη μαγείρου τού πληρώματος αρχ. ο μάγειρος τού πλοίου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»